- φερεκράτειος
- -α, -ο / φερεκράτειος, -ον, ΝΑ [Φερεκράτης]το ουδ. ως ουσ. το φερεκράτειο(ν)είδος στίχου τής αρχαίας χορικής ποίησης, που αποτελείται από τρεις πόδες, έναν δάκτυλο και δύο τροχαίους και ο οποίος διακρίνεται σε καταληκτικό και ακατάληκτο, είδος που πήρε την ονομασία του λόγω τής συχνής χρήσης του από τον Φερεκράτη, Αθηναίο κωμικό ποιητή τού 5ου π.Χ. αιώνανεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Φερεκράτη.
Dictionary of Greek. 2013.